Η σπορά

 

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος. Είχε μόλις φτιάξει το σπιτάκι του καταμεσής ενός μεγάλου κήπου. Δεν ήταν εύκολο. Το είχε ονειρευτεί χρόνο πολύ, το είχε αγαπήσει και κατοικήσει στο μυαλό του πολύ πριν μπει μέσα. Μα τώρα, ήταν πια εντός του και κοιτούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο τον μεγάλο κήπο που απλωνόταν μπροστά του. Ήταν όμορφος ο κήπος του. Και θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο όμορφος. Χορτάρι απλωνόταν παντού κι ένα μεγάλο πεύκο καταμεσής άπλωνε τη σκιά του τριγύρω. Μα να, εκεί θα φύτευε ντομάτες και μαρουλάκια, απέναντι θα έβαζε λουλούδια· λουλούδια σε όλα τα χρώματα. Από το μεγάλο πεύκο θα κρεμούσε μια κούνια. Κι εκεί στην άκρη, θα έβαζε μυρωδικά. Τα μεσημέρια θα ξάπλωνε στη σκιά και θα άφηνε το αεράκι να τον νανουρίζει. Θα έβγαζε κι ένα τραπεζάκι να κάθεται τα δειλινά, να πίνει το κρασάκι του και να τραγουδάει. Τον ονειρευόταν τον κήπο του, είχε ριζώσει στη φαντασία του από τόσο παλιά.

Είπε λοιπόν μια μέρα να πάψει να τον κοιτάζει απλώς από το ανοιχτό παράθυρο και να βγει έξω. Να αρχίσει να τον δουλεύει. Σκεφτόταν ώρες πώς έπρεπε να ξεκινήσει. Εργαλεία δεν είχε. Και τί θα χρειαζόταν; Δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά. Ένα σκαλιστήρι ήταν αρκετό; Ίσως και ένα φτυάρι; Το χώμα άραγε ήταν κατάλληλο για να φυτέψει αυτά που ήθελε; Ήταν η σωστή στιγμή για να φυτέψει; Και τα λουλούδια; Να είναι εποχιακά; Ή μήπως να πάρει και κάποια που να αντέχουν στον χρόνο; Αχ, κι εκείνη η κούνια! Πάντα ονειρευόταν μια κούνια φτιαγμένη από λάστιχο. Μα είχε μεγαλώσει πια για κάτι τέτοιο. Καλύτερα να έφτιαχνε μια ξύλινη. Πουλάνε ξύλινες όμως; Ή θα έπρεπε να τη φτιάξει μόνος του; Τότε θα χρειαζόταν και ένα πριόνι και σανίδια και σκοινιά. Μα θα γινόταν τέλεια. Θα της έβαζε και χρώμα. Γαλάζιο του ουρανού. Ο άνθρωπος είχε ενθουσιαστεί. Πόσα καινούρια πράγματα θα μάθαινε μέσα από αυτή την ασχολία του! Πόσο ευχάριστα θα γέμιζε τον χρόνο του! Μα η μέρα είχε προχωρήσει και δεν είχε πια νόημα να ξεκινήσει κάτι. Αύριο. Αύριο θα έβγαινε πρωί πρωί έξω και θα σημείωνε, θα σχεδίαζε. Και με τούτες τις σκέψεις, έπεσε να κοιμηθεί έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Καιρό είχε να κοιμηθεί τόσο γλυκά. Καιρό είχε να δει τόσο όμορφα όνειρα. Και το πρωί, δεν ήθελε να σηκωθεί. Πόσες φορές του είχε δοθεί η ευκαιρία να ανοίξει τα μάτια του τόσο ξεκούραστα; Πόσες φορές του είχε δοθεί η ευκαιρία να χουζουρέψει έχοντας τόσο γλυκιές σκέψεις να τον συντροφεύουν; Κι έκατσε εκεί. Κι έπιασε πάλι να ονειρεύεται τον κήπο του. Να βάζει πινελιές σε κάθε γωνιά του, να μιλάει με τα λουλούδια του και να σκαλίζει τις ντομάτες του. Κι η μέρα κυλούσε. Και το χορτάρι έξω έμενε χορτάρι και το πεύκο μονάχο καταμεσής του μεγάλου κήπου.

Την επόμενη όμως το αποφάσισε. Σηκώθηκε νωρίς και πήγε στην αγορά. Έψαχνε όλο το πρωί να βρει τα κατάλληλα εργαλεία. Δυσκολεύτηκε να περιγράψει αυτό που ήθελε αλλά τα κατάφερε. Μαγικός κόσμος. Σαν έφερε πίσω στο σπίτι τις τσουγκράνες, τα φτυάρια, τους κασμάδες και τα σκαλιστήρια, αισθάνθηκε περήφανος που είχε επιβιώσει. Είχε πάρει και λίπασμα και φυτά και σπόρους. Σπόρους λουλουδιών.

Αυτή η προετοιμασία τού πήρε μία βδομάδα. Κάθε μέρα κάτι έπαιρνε, κάτι ονειρευόταν, κάτι σχεδίαζε. Κάθε μέρα ξυπνούσε ενθουσιασμένος για όλα αυτά που θα έφτιαχνε, αλλά και τρομοκρατημένος για όσα τον περίμεναν. Και ο καιρός περνούσε. Ξυπνούσε έτοιμος να βγει στον κήπο αλλά πάντα κάτι γινόταν και η μέρα περνούσε χωρίς να αγγίξει ούτε σκαλιστήρι, ούτε φτυάρι. Το όνειρο όμως ήταν πάντα εκεί. Όμορφο και ολοζώντανο. Τα βράδια, όταν συναντιόντουσαν με τους φίλους του στο ταβερνάκι της γειτονιάς, τους περιέγραφε τις ιδέες του. «Το καλοκαίρι, θα μαζευόμαστε στον δικό μου κήπο και θα πίνουμε τα κρασάκια μας, κανέναν δεν θα έχουμε πια ανάγκη». Και δώστου να σηκώνουν τα ποτήρια και να πίνουν στην υγειά του.

Κι έπειτα μια μέρα, ήρθαν οι βροχές. Ο κήπος γέμισε λάσπες και όσο και να λαχταρούσε να δουλέψει, δεν μπορούσε πια. Καθόταν μπροστά στο παράθυρό του, κοιτούσε και χαμογελούσε. Χαμογελούσε και ονειρευόταν. Τις πρώτες ζεστές μέρες της άνοιξης, μικρά κόκκινα κεφαλάκια εμφανίστηκαν στον κήπο. Παρέες παρέες υψώνονταν μέρα με την μέρα, δειλά δειλά, μέχρι που τόλμησαν να κοιτάξουν κατάματα τον ήλιο. Κι ήταν τούτες οι παπαρούνες γεμάτες με τη φλόγα της ζωής. Δίπλα τους ήρθαν και στάθηκαν οι κίτρινες φίλες τους. Άνοιξαν κι αυτές τα μάτια τους και τότε ένα κιτρινοκόκκινο χαλί με πράσινες βούλες έγινε ο κόσμος όλος. Και ο άνθρωπος είπε: «Για να έρθουν σε μένα, κάτι σημαίνει. Ας μην τις πειράξω. Ας μην κάνω τίποτα ακόμη. Είναι όμορφος ο κήπος μου κι έτσι». Μα τα εργαλεία, τα σπόρια, τα φυτά στέκονταν ακόμη εκεί στη γωνιά περιμένοντας. Μαράζωναν και δάκρυζαν γιατί πρόσμεναν αυτόν που προστάτης τους είχε οριστεί να είναι. Όμως εκείνος έδειχνε να μην νοιάζεται πια.  Χαμογελούσε με το πολύχρωμό χαλί του, δικό του ήταν κι αυτό. Μονάχα κάποιες φορές στον ύπνο του έβλεπε ένα χέρι να σκάβει το χώμα και να κλείνει μέσα του ένα μικρό σπόρο.

*******************

Μια μέρα πρόσεξε έναν σκουρόχρωμο μίσχο ανάμεσα στις παπαρούνες. Πλησίασε. Άσχημος ήταν. Χοντρός και άσχημος. Μα ήταν μικρός ακόμη. Ίσα που φαινόταν. Δεν του άρεσε που ξεφύτρωσε εκεί πάνω στο πολύχρωμο χαλί του. Όμως τον άφησε. Είπε να του δώσει μια ευκαιρία. Και ο κύκνος από ένα ασχημόπαπο γεννήθηκε. Κι έτσι ο μίσχος μεγάλωνε, ολοένα και μεγάλωνε. Έβγαλε αγκάθια. Μικρά και τρυφερά στην αρχή. Μαύρα και σκληρά έπειτα. Κι έβλεπες τώρα ένα μεγάλο άσχημο αγκάθι ανάμεσα στις παπαρούνες και τις μαργαρίτες. Κι όταν αυτές μαράθηκαν, έστεκε μόνο του καταμεσής του, άδειου πια, κήπου. Όλον αυτόν τον καιρό ο άνθρωπος απλά το κοιτούσε. Δεν προσπάθησε ούτε μια φορά να το ξεριζώσει. Ήθελε, τότε που ήταν ακόμη μικρό και τρυφερό, μα φοβόταν. Ήθελε, μα δεν ήξερε πώς. Εξάλλου, το είχε αγαπήσει. Όταν όμως έμεινε μονάχα το αγκάθι, τότε κατάλαβε πως του χαλούσε τον κήπο. Κι είπε επιτέλους να βγει και να το ξεριζώσει. Φόρεσε γάντια και έπιασε τον χοντρό και αγκαθωτό του μίσχο, τύλιξε τα χέρια του γύρω από αυτόν, αλλά τα αγκάθια τρύπησαν τα γάντια και χώθηκαν στη σάρκα. Τα τράβηξε κι έτρεξε μακριά.  Πήρε το φτυάρι και άρχισε να σκάβει με μανία το χώμα. Μα οι ρίζες του ήταν βαθιές και δυνατές. Αμάθητος καθώς ήταν, τα χέρια του έβγαλαν φουσκάλες, η πλάτη του πόνεσε, η καρδιά του λύγισε. Το αγκάθι ήταν ανίκητο. Θύμωσε τότε. Θύμωσε πολύ. Τα πονεμένα χέρια του έγιναν γροθιές που όρμησαν πάνω στο αγκάθι. Μα λίγο πριν το ακουμπήσουν, σταμάτησαν, άλλαξαν φορά και στράφηκαν στον ίδιο τον άνθρωπο που τα όριζε. Και τότε εκείνος κατάλαβε. Είχε θυμώσει, είχε θυμώσει όμως με εκείνον. Γιατί τόσο καιρό, απλώς κοιτούσε. Τόσα όνειρα είχαν μείνει όνειρα, τόσες σκέψεις είχαν μείνει σκέψεις, και όταν εκείνο το αγκάθι του έδειχνε πως πρέπει να ξεριζώσει το κακό από μέσα του, δεν το έκανε. Έκατσε και κοιτούσε. Έτσι απλά.

Γονάτισε. Οι γροθιές του άνοιξαν. Τα δάχτυλά του χώθηκαν στο χώμα. Το βλέμμα του χάθηκε. Τα χέρια του όμως άρχισαν να σκάβουν τη γη. Έσκαβε, έσκαβε με μανία. Άνοιξε ένα βαθύ λάκκο γύρω από το αγκάθι. Έπειτα σηκώθηκε, πήγε και έψαξε το πριόνι. Μικρές σταθερές κινήσεις. Ρυθμικές. Ο μίσχος γινόταν κομμάτια και  έπεφτε καταγής. Κοίτα το… είναι τόσο αδύναμο. Τελικά ήταν αδύναμο τούτο το αγκάθι. Ένα μικρό κομμάτι είχε απομείνει. Πήρε το φτυάρι και το έχωσε βαθιά στο χώμα. Το πίεσε με το πόδι του κι έπειτα ανασήκωσε τη ρίζα. Ό,τι είχε απομείνει, σηκώθηκε στον αέρα. Αυτό ήταν. Τόσο απλό. Τόσο απλό, τελικά. Μπροστά του ήταν τώρα ένας χωμάτινος λάκκος. Άδειος. Τα χέρια του ιδρωμένα άφησαν το φτυάρι να πέσει καταγής. Γύρισε και κοίταξε τους σπόρους και τα φυτά που στέκονταν ζαρωμένα στην άκρη του κήπου λες κι είχαν τρομάξει με την τόση δύναμη που είχε βγει από μέσα του. Κι άξαφνα, τα χέρια που στεκόντουσαν σφιγμένα πάνω στο κορμί του χαλάρωσαν. Σαν μια δύναμη να τα τράβηξε, τα άπλωσε προς το όνειρό του. Τα δάχτυλά του έψαξαν έναν σπόρο. Τα χέρια του τον απόθεσαν στη ζεστασιά του χώματος. Τον σκέπασαν να μην κρυώνει. Τον πότισαν να δροσιστεί. Τον χάιδεψαν να γλυκάνει. Κι έπειτα εκείνος ο άνθρωπος τραγούδησε. Και το τραγούδι τού έδωσε δύναμη στα χέρια. Σ’ εκείνα τα φουσκαλιασμένα πονεμένα χέρια που τόλμησαν, επιτέλους, να σπείρουν το όνειρό του.  

Βιργινία Κοκκίνου

Μάιος 2020 

3ος έπαινος διηγήματος στον 2ο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του Περιοδικού Κέφαλος (2020)

Verified by MonsterInsights