Ο Γίγαντας του Βυθού 

Συνάντησα τούτον τον γίγαντα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής μου στον Βυθό του Νη-σι. Το καλοκαίρι στην Πάνω-Γη ήταν πολύ ζεστό και τα δίποδά πλάσματά της, ανάμεσά τους κι εγώ, είχαμε αποκτήσει αυτή την ενοχλητική συνήθεια να μην κάνουμε τίποτα, παρά να πλατσουρίζουμε στο νερό, να τσουρουφλιζόμαστε κάτω από τον ήλιο και να καταναλώνουμε τόνους παγωτού μαστίχας με ροζ πιπέρι. Δεν λέω, ήταν απολαυστικές εκείνες οι στιγμές, όμως μου έλειπε λίγη δράση. Έτσι, ένα μεσημέρι άφησα πίσω μου την παρέα που απολάμβανε λευκό κρασί δίπλα στο κύμα, τον μικρό που εξηγούσε στον μπαμπά του πόσο σιχαίνεται τη μπανάνα, έναν άντρα που έψαχνε στα τζιτζίκια τη μελωδία της ευτυχίας και βούτηξα.

Δεν ξέρω αν έχετε βρεθεί ποτέ στον Βυθό του Νη-σι. Είναι η Σιωπή. Το Τίποτα και το Όλα. Το μόνο που ακούς είναι οι σκέψεις σου. Περιπλανιόμουν αμέριμνη ανάμεσα σε χειλούδες, σαργουδάκια, φύκια και αχινούς, όταν τον είδα. Δηλαδή είδα πρώτα την πατούσα του. Τα πέτρινα τεράστια δάχτυλά του να απλώνονται στην άμμο του βυθού. Γοητεύτηκα. Έψαξα να βρω και την άλλη πατούσα. Δεν υπήρχε όμως. Ακολούθησα τις φλέβες των ποδιών με το βλέμμα μου. Το σώμα του, άμορφο, έσπρωξε τα μάτια μου πιο ψηλά. Είδα πρώτα το χαμόγελό του. Κι έπειτα τον είδα να μου κλείνει το μάτι. Ήταν δυνατόν; Τράβηξα τη φωτογραφική μου μηχανή και του ζήτησα την άδεια να τον φωτογραφήσω. Εκείνος συνέχιζε να μου κλείνει το μάτι. Το  εξέλαβα ως ναι. Ο φακός τον αποθανάτισε. Μα τότε, μέσα από το μικρό παράθυρο της αιωνιότητας, πρόσεξα ότι δεν μου έκλεινε το μάτι. Κοιμόταν. Απλώς κοιμόταν. Κι αυτό, που εγώ είχα δει σαν δεύτερο μάτι ορθάνοιχτο, ήταν μία τρύπα στο πρόσωπο του. «Πες μου κάτι», του είπα. «Τα πλάσματα που χαμογελάνε στον ύπνο τους ονειρεύονται κάτι όμορφο. Ξύπνα. Θέλω να ακούσω». Ο πέτρινος γίγαντας έμεινε ασάλευτος. «Ξύπνα», του είπα φωνάζοντας πάνω από το πρόσωπό του. Ένιωσα ένα μουρμουρητό, όπως ο ήχος που κάνει η θάλασσα σαν χαϊδεύει τα βότσαλα στην ακτή. Και τότε πρόσεξα ότι κουνούσε τα δάχτυλά του. Κι εκείνα κάτι ζωγράφιζαν στην άμμο. 

*******************

Οι άνθρωποι, λέει,  έχουνε μια δεύτερη ψυχή. Βαθιά κρυμμένη μέσα τους. Εκεί άλλοτε τακτοποιούν και άλλοτε πετάνε βιαστικά τις λέξεις, τα συναισθήματα και τις σκέψεις που αποφασίζουν να κρατήσουν δικά τους, ολόδικά τους. Ονείρατα που έσβησαν, έρωτες ανομολόγητους, πόθους που δεν έπρεπε… Και κουβαλάνε δυο ψυχές. Η μία ανοίγει τα φτερά της κάθε μέρα, η άλλη σφίγγεται να μην προδώσει. Μα όσο σφίγγεται, τόσο φουσκώνει ένα κύμα μέσα της. Κι είναι στιγμές που το νιώθει ότι θα σκάσει. Και τότε; Τί;

Πέτρωσε, λένε, γιατί ονειρεύτηκε. Και τα όνειρα δεν ήτανε για ένα αγόρι σαν αυτό. Ήτανε, βλέπετε, λειψός. Γεννήθηκε με ένα πόδι. «Σε ζήλεψαν οι θεοί, αγόρι μου, έτσι όμορφο που ήσουν, βρεφούδι τρυφερό, να πλάθεσαι στα σπλάχνα μου, και άρχισαν να σε τραβολογάνε ποιος θα σε πρωτοκρατήσει. Τράβα ο ένας, τράβα ο άλλος, τους έμεινε το ένα σου ποδαράκι στο χέρι. Και τότε κανείς τους δεν σε ήθελε. Βλέπεις, οι Θεοί δεν συγχωράνε την ασχήμια. Χαίρομαι όμως, γιατί έτσι σε αφήσανε να έρθεις κοντά μου», του έλεγε η μάνα του. Γιατί ήτανε το αγόρι όμορφο πολύ. Με τα σταρένια του μαλλιά να ανεμίζουν, δαχτυλίδια που περνούσε από μέσα τους όλης της πλάσης το χρυσάφι· με εκείνα τα μελιά μάτια που πρασίνιζαν σαν αντίκριζαν την απέραντη θάλασσα, λες και παίρνανε από το χρώμα του γιαλού. Μα τούτη την ομορφιά, μονάχα η μάνα του την έβλεπε. Οι υπόλοιποι σκιάζονταν σαν τον έβλεπαν να προβάλλει στη στράτα, σέρνοντας το ξύλινο πόδι που του είχαν δέσει για να μπορεί να περπατά μονάχος. Λαέρτη τον εβάφτισαν, μα μονάχα η μάνα του τον έλεγε έτσι. Για όλους τους άλλους ήταν ο Κουτσός. Μα, μην βάλετε με το νου πως τον ένοιαζε, πως άφηνε την καρδιά του να πικραθεί. Ο Λαέρτης δεν άκουγε παρά μονάχα την ομορφιά. Όλα τα άλλα ήξερε να τα βάζει στην άκρη. Λες και οι Θεοί, από τις τύψεις που τον έστειλαν στη γη λειψό, αποφάσισαν να του δώσουν τούτο το χάρισμα. Να έχει ψυχή λιοστάλαχτη, γεμάτη ζεστασιά για όλους. Σε όσους τον τυραννούσαν, εκείνος απαντούσε με ένα χαμόγελο. Και αυτό τους διαόλιζε ακόμη περισσότερο. Στα μάτια τους, τούτο το μικρό παιδί φάνταζε γίγαντας που δεν μπορούσαν να εξοντώσουν. Αλλόκοτος, απόκοσμος, λειψός, τί δουλειά είχε ανάμεσά τους;  Σαν πήγε σχολείο, βρέθηκε ακόμη ένας να τον φωνάζει με το όνομά του. Ο δάσκαλος. Κι εκείνος διάβασε στην ψυχή του το φως και το αγάπησε το παιδί αμέσως. Ο Λαέρτης ρουφούσε τα πάντα, τα γράμματα, τους αριθμούς, μα περισσότερο από όλα ήξερε να πλάθει εικόνες. Σαν έπιανε στο χέρι το μολύβι, ο κόσμος όλος χωρούσε στο χαρτί του, γραμμές άνοιγαν κι έκλειναν, στροβιλίζονταν, για να σχεδιάσουν όλα όσα έβλεπε μπροστά του. Κι ο δάσκαλος τον είχε από κοντά. Μάνα και δάσκαλος. Δάσκαλος και μάνα. Δυο βράχοι σιμά του να τον στηρίζουν αθόρυβα.

Ένα απόγευμα, ο δάσκαλος τον πήρε να πάνε βόλτα. Έκατσαν στο ακρογιάλι κι έπιασαν να σκαλίζουν την άμμο. Κι έτσι όπως ζωγράφιζαν τις σκέψεις τους, ο δάσκαλος του είπε μια ιστορία. Για ένα αγόρι από την Κίνα που μπόρεσε να ζωγραφίσει ένα άλογο τόσο πραγματικό που εκείνο ζωντάνεψε και ρίχτηκε στη μάχη με καβαλάρη τον πιο δυνατό πολεμιστή, για να ξαναγυρίσει πίσω στο χαρτί, όταν ένιωσε τη φρίκη του πολέμου. Έμεινε ο Λαέρτης να κοιτάζει τον δάσκαλο σαν να του είχε αποκαλύψει το μεγαλύτερο θαύμα. Κι ήταν εκείνο το απόγευμα που έγραψε βαθιά στην ψυχή του πως θα έκανε κι εκείνος μια τέτοια ζωγραφιά μια μέρα. Μα εκείνος δεν ήθελε άλογο. Όχι. Ένα πουλί ήθελε να φτιάξει. Ένα πουλί με φτερούγες στα χρώματα της ίριδας που θα τις άνοιγε μόνο για εκείνον. Για να τον πάρει μακριά. Τούτο ήταν το κρυφό του όνειρο.

Κι έτσι ξεκίνησε. Κατέβαινε κάθε απόγευμα στο ίδιο εκείνο ακρογιάλι που είχε ακούσει για το αγόρι από την Κίνα, κουβαλώντας τα πινέλα του, δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε. Σχεδίαζε, έσκιζε, μουτζούρωνε, και πάλι από την αρχή. Κι όσο δοκίμαζε, δεν μιλούσε. Κι όσο ονειρευόταν, δεν έλεγε κουβέντα. Γιατί ήξερε πως ήταν ο Κουτσός και ποιος θα του κρατούσε το χέρι σε τούτο το όνειρο; Η μάνα του κι ο δάσκαλος τον ήθελαν  σιμά τους, άσε που θα τρόμαζαν με τούτη την παράξενη επιθυμία του.

Μα σαν τούτη η δεύτερη ψυχή που έχουμε βαθιά φυλαγμένη μέσα μας γεμίσει με τους κρυφούς μας πόθους και δρόμο δεν βρίσκει στο φως, τότε γιγαντώνεται λεπτό με το λεπτό, ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, αθόρυβα και μαγικά. Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που κατακλύζει όλο μας το είναι. Κι αν δεν φωνάξουμε, τότε μας πνίγει.

Ο Λαέρτης ζωγράφιζε κάθε μέρα, για μέρες αμέτρητες. Ίσως για μήνες. Μα λέξη δεν του ’παιρνες για τούτη την παράξενη συνήθεια να εξαφανίζεται τα απογεύματα. Τον τελευταίο καιρό το πουλί είχε αρχίσει να παίρνει μορφή. Το αγόρι δεν έσκιζε πια, μονάχα πρόσθετε χρώμα, γραμμές, δύναμη, έκφραση. Ήθελε να φύγει. Το ένιωθε παντού γύρω του, μέσα του. Η δεύτερη κρυφή ψυχή είχε απλωθεί στο κορμί του ολάκερο. Μα όσο δυνάμωνε η θέληση του, του έκλεβε και κάτι από αυτό που ήταν μέχρι τότε. Πρώτα, του έκλεψε τα στάχυα από τα μαλλιά. Δεν ανέμιζαν πια σαν δαχτυλίδια στον άνεμο. Πήρε ένα βράδυ το ψαλίδι και τα έκοψε. Έπειτα το ξύλινο πόδι. Κουράστηκε να το ακούει στα σοκάκια του χωριού και το πέταξε στη θάλασσα. Ζήτησε ένα καρότσι για να κάνει τις μεγάλες βόλτες και δυο πατερίτσες για τα μικρά βήματα. Οι δικοί του άνθρωποι, δύο ήταν όλοι κι όλοι άλλωστε, έβλεπαν αυτές τις αλλαγές και προσπαθούσαν να του πάρουν μια κουβέντα, να καταλάβουν, όμως ο Λαέρτης απλώς τους χαμογελούσε και γύριζε στο όνειρό του. Η μάνα του θέλησε τότε να τον ακολουθήσει, να δει που χάνεται τα απογεύματα, αλλά ο δάσκαλος σαν να ψυχανεμίστηκε την πάλη της ψυχής του αγοριού, τη σταμάτησε. «Ξέρει αυτός» είπε μονάχα και εκείνη σώπασε, κι ας την έτρωγε μέσα της το μαράζι. Η ψυχή του Λαέρτη όμως δεν σταμάτησε εκεί. Του έκλεψε το πράσινο από τα μάτια αφήνοντας πίσω ένα βλέμμα που χανόταν στο λευκό του ορίζοντα. Κι όσο του τα έκλεβε όλα αυτά, εκείνος έκανε ένα βήμα πιο κοντά στο όνειρο. Και μια μέρα άφησε το καρότσι δίπλα στο κύμα. Έπιασε τις πατερίτσες και στάθηκε όρθιος. Έβγαλε από την τσέπη του το χαρτί.  Το άπλωσε μπροστά στον ήλιο. Ήταν ένα πουλί της φωτιάς. Της φωτιάς που καίει τα σωθικά. Καμωμένο από τις κλωστές της μνήμης και τις βελονιές του πόθου. Οι φτερούγες του ήταν μαζεμένες, το κεφάλι του όμως κοιτούσε επίμονα τον ήλιο με τα μάτια του να λαμπυρίζουν δύναμη. Ο Λαέρτης κούνησε το χαρτί στον άνεμο κι έκλεισε τα μάτια. Ξέχασε πως δεν είχε το ένα του πόδι, άφησε τις πατερίτσες να πέσουν κάτω και στάθηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου όρθιος. Και τότε το πουλί της φωτιάς άνοιξε τις φτερούγες του. Τις άπλωσε, μα δεν χωρούσαν πια στο χαρτί. Κι έτσι όπως ήταν ελεύθερο, έδωσε μια και έφυγε ψηλά. Το φτερούγισμά του δρόσισε το πρόσωπο του αγοριού. Άνοιξε τα μάτια και το είδε. Άνοιξε το στόμα να το φωνάξει να τον πάρει μαζί του. Μα η φωνή δεν έβγαινε. Σκάλωνε στον λαιμό. Τον έπνιγε. Η ψυχή, αυτή η κάποτε μικρή κρυφή ψυχή, του είχε κλέψει πια και τη φωνή. Άπλωσε τα χέρια στο όνειρο, μα αυτό είχε πετάξει μακριά. Ελεύθερο. Και τότε… έπεσε. Κι άρχισε να κλαίει. Κλάμα βουβό. Τι ήταν πιο αλμυρό; Τα δάκρυά του ή η θάλασσα; Τι θα μπορούσε να του φάει την ψυχή; Η πίκρα ή η αρμύρα;

Ο ήλιος βούτηξε στη θάλασσα. Καθώς βυθιζόταν, μπορούσες να ακούσεις τη φλογερή του σάρκα να σβήνει στο νερό, όμοια με τα κάρβουνα που αφήνουν πίσω τους εκείνον τον παράξενο ήχο, όταν σβήνουμε την κάψα τους. Ίσως όμως και δεν τον άκουσες αυτόν τον ήχο. Γιατί σίγουρα άκουσες τον άλλο. Το κορμί εκείνου του αγοριού να πετρώνει σπιθαμή προς σπιθαμή, σαν να το χτίζανε μαστόροι ξακουστοί. Κι έπειτα τη θάλασσα να τον παίρνει στην αγκάλη της.

Σαν τούτη η δεύτερη ψυχή που έχουμε βαθιά φυλαγμένη μέσα μας γεμίσει με τους κρυφούς μας πόθους και δρόμο δεν βρίσκει στο φως, τότε γιγαντώνεται λεπτό με το λεπτό, ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, αθόρυβα και μαγικά. Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που έχει κατακλύσει όλο μας το είναι. Κι αν δεν φωνάξουμε όσο είναι καιρός, τότε θα μας πνίξει.

Αύγουστος 2019

Βιργινία Κοκκίνου

3ο Βραβείο φανταστικού διηγήματος στον 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό Πεζογραφίας του Περιοδικού Κέφαλος

Verified by MonsterInsights